Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ταλαντευω
τᾰλαντεύω
τᾰλαντεύω
; 1) колебать, качать (ταλαντεύεσθαι δεῦρο κἀκεῖσε Arst.):
τῆς μάχης δεῦρο κἀκεῖσε ταλαντευομένης Diod. поскольку сражение велось с переменным успехом;
; 2) мерить, измерять, определять (τί τινι Anth.);
; 3) наклоняться, склоняться (ἐπὶ θάτερα Arst.).