Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καθαλλομαι
καθάλλομαι
κᾰθ-άλλομαι
(aor. καθηλάμην)
; 1) соскакивать, спрыгивать
ex. (ἀπὸ τοῦ ἵππου, ἀπ΄ ὄχθων Xen.; εἰς τὸ ἐντὸς τοῦ τείχους Luc.)
; 2) перен. срываться, обрушиваться
ex. ἄελλα καθαλλομένη Hom. — разразившаяся буря