Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευδαιμων
εὐδαίμων
εὐ-δαίμων
adj.=2 2 , gen. ονος adj.
; 1) досл. «покровительствуемый благим божеством», т.е. счастливый, преуспевающий
ex. (εὐ. τε καὴ ὄλβιος Hes.; μακάριός τε καὴ εὐ. Plat., Arst.)
; 2) наслаждающийся духовным счастьем
ex. (εὐτυχέστερος, εὐ. δ΄ οὔ Eur.; εὐ. ὁ βίος τοῦ κατ΄ ἀρετέν ἐνεργοῦντος Arst.)
; 3) имущий, состоятельный, богатый
ex. (νῆσος μεγάλη τε καὴ εὐ. Her.; ἐν πολλοῖς χρήμασιν Lys.; οἱ πλούσιοι καὴ εὐδαίμονες Plat.)
οἱ εὐδαίμονες τῶν Βαβυλωνίων Her. — вавилонские богачи