Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ιπποτης
ἱππότης
I.
эп. ἱππότα, дор. ἱππότας -ου ὁ
; 1) управляющий конями, лихой ездок
ex. (Τυδεύς, Νέστωρ Hom.; Κολωνός Soph.)
; 2) всадник, наездник
ex. οἱ τῶν Θηβαίων ἱππόται Her. — фиванская конница
II.
-ου < adj. m к ἱππότης I> конный
ex. (λαοί Pind.; λεώς Aesch., Soph.; στρατός Plut.)