Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καθειμαρμαι
καθείμαρμαι
καθ-είμαρμαι
быть устроенным судьбой, быть предопределенным
ex. (Ὅμηρος εἴρηκε ὅλον τὸν βίον καθειμάρθαι Luc.)
ὡς πάλαι καθειμαρμένων τούτων Plut. — так как это давно уже было предопределено судьбой