Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θαλια
θαλία
θᾰλία
ион. θᾰλίη ἡ
; 1) изобилие, довольство, роскошь
ex. (τρέφεσθαι θαλίῃ ἐνὴ πολλῇ Hom.)
; 2) только pl. пир, празднество
ex. (δαῖτες καὴ θαλίαι Arph.; τερπωλαὴ καὴ θαλίαι Plut.)
τέρπεται ἐν θαλίῃς Hom. — (Геракл на Олимпе) наслаждается пиром;
οἱ Αἰγύπτιοι ἔσαν ἐν θαλίῃσι Her. — египтяне пировали