Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δημαγωγος
δημαγωγός
δημ-ᾰγωγός
ὁ
; 1) народный вождь, государственный деятель, правитель
ex. (δημαγωγοὴ ἀγαθοί Lys.; Περικλῆς ὁ δ. Isocr.)
; 2) своекорыстный искатель народной популярности, демагог
ex. (Κλέων ὁ ἀνέρ δ. Thuc.; οἱ πλεῖστοι τῶν τυράννων ἐκ δημαγωγῶν γεγόνασιν Arst.; ὀχλοκόπος καὴ δ. Polyb.)