Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παγος
πάγος
I
πάγος, εος (ᾰ) τό [πήγνυμι] (только dat. pl. πάγεσι) холод, мороз Arst.
II
πάγος (ᾰ) ὁ
; 1) утес, скала (σπιλάδες τε πάγοι τε Hom.);
; 2) холм, гора:
Ἄρειος (ион. Ἀρήϊος или Ἄρεος) π. Her., Plat., Soph., тж. Ἄρειοι πάγοι Eur. холм(ы) Арея, Ареопаг;
ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλή Plat. совет Ареопага;
; 3) лед:
πάγου χυθέντος Soph. когда все покрыто льдом;
; 4) мороз, стужа (ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου Plat.).