Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυνεισπιπτω
ξυνεισπίπτω
συν-εισπίπτω
; 1) вместе бросаться
ex. (ἐμπίπτουσιν εἰς τέν θάλατταν, ξυνεισέπεσον δὲ ἡμῶν τινες Xen.)
; 2) вместе устремляться, врываться, вторгаться
ex. (εἴσω τῶν πυλῶν, κατὰ τὰς πύλας Xen.; εἰς οἴκημα Plut.)
σ. τινί Her., Thuc., Xen., Plut., μετά τινος Arph. и σύν τινι Xen. — врываться вместе или одновременно с кем-л.