Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μελας
μέλας
μέλᾱς
μέλαινα, μέλᾰν, gen. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος
; 1) черный ex. (ναῦς, γαῖα Hom.; πέπλοι Eur.; καπνός Aesch.); темный ex. (νύξ Aesch.; κῦμα Hom.; αἷμα Soph.); темно-красный
ex. (οἶνος Hom.)
; 2) окутывающий тьмой
ex. (ἄχεος νεφέλη, νέφος θανάτοιο, θάνατος Hom.)
; 3) мрачный, жестокий
ex. (Ἄρης, Ἐρινύς Aesch.; φόνος Pind.)
; 4) зловещий, несчастный
ex. (ὄναρ Aesch.; ἡμέραι Plut.)
; 5) глухой, тусклый
ex. (φωνή Arst.)
; 6) загадочный, темный
ex. (ἱστορίη Anth.)
; 7) бессовестный, гнусный
ex. (ἄνθρωποι Plut.)