Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
νεφος
νέφος
-εος τό
; 1) облако, туча
ex. (σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμών Soph.)
; 2) перен. мрак, тьма, тень
ex. (θανάτου Hom.)
σκότου ν. Soph. — облако тьмы, т.е. слепота
; 3) мрачность, нахмуренность
ex. (ὀφρύων Eur.; μετώπου Arst.)
; 4) перен. туча, множество
ex. (πεζῶν, ψαρῶν Hom.; ἀνθρώπων Her.; μαρτύρων NT.)
; 5) перен. гроза
ex. πολέμοιο ν. Hom. = Ἕκτωρ