Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαζωμα
διάζωμα
διά-ζωμα
-ατος τό
; 1) пояс, набедренная повязка
ex. (περὴ τὰ αἰδοῖα Thuc. и περὴ τὸ αἰδοῖον Luc.)
; 2) узкая полоса земли, перешеек
ex. (συνελαύνεται τὸ πλάτος εἰς βραχὺ δ. Plut.)
; 3) архит. фриз
ex. (τὸ δ. καὴ οἱ ἄνω κίονες Plut.)
; 4) перегородка, перепонка
ex. (διὰ μέσου λεπτὸν δ. Arst.)
; 5) грудобрюшная преграда
ex. (τοῦ θώρακος, αἱ καλούμεναι φρένες Arst.)