Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διδασκαλος
διδάσκαλος
διδάσκᾰλος
ὁ и ἡ
; 1) учитель(ница), преподаватель(ница), наставник (наставница)
ex. (μαντείης HH.; τέχνης πάσης βροτοῖς Aesch.)
δ. οὐδενὸς πώποτ΄ ἐγενόμην Plat. — я никогда не был ничьим учителем;
εἰς διδασκάλων или διδασκάλου (sc. οἶκον) Plat. — в школу;
ἐν διδασκάλων (sc. οἶκῳ) Plat. — в школе;
(ἐκ) διδασκάλων (sc. οῖκου) Plat. — из школы
; 2) театр. (тж. χοροῦ δ.) постановщик, преимущ. тж. автор трагедий, поэт
ex. (πάντες ἐσμὲν οἱ διδάσκαλοι Μουσάων θεράποντες Arph.)