Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ιατρευω
ἰατρεύω
ἰᾱτρεύω
(ῑ)
; 1) заниматься врачебным делом, быть врачом
ex. οἱ πρῶτοι ἰατρεῦσαι λεγόμεὸι Plut. — слывущие первыми врачами
; 2) лечить
ex. (τὸν νοσοῦντα Plat.; τέν διάρροιαν Arst.)
τὸ ἰατρεύεσθαι Plat., Arst.; — прохождение курса лечения;
οἱ ἰατρευόμενοι Plat., Arst.; — лечащиеся у врача, пациенты