Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυνερειδω
ξυνερείδω
συν-ερείδω
(fut. συνερείσω; pass.: aor. συνηρείσθην, pf. συνήρεισμαι)
; 1) сжимать, связывать ex. (χέρας δεσμοῖς Eur.); прикреплять, пристегивать
ex. (τινὰ περόναις Eur.)
; 2) смыкать, закрывать
ex. (στόμα χερσί Hom. - in tmesi)
; 3) уплотнять, приближать
ex. σ. ἔπος παρ΄ ἔπος Plut. — говорить без запинки;
σ. λογισμόν Plut. — тщательно (внимательно) рассуждать
; 4) опираться, прислоняться
ex. συνερεῖσαι πρὸς ἀλλήλους Polyb. — сомкнуть свои ряды
; 5) сталкиваться
ex. (αἱ νῆες συνερείσασαι τοῖς χαλκώμασι Plut.)
; 6) напирать, наскакивать
ex. (τοῖς ἐναντίοις Polyb.)
συνερείσαντες ἐξωθοῦσι τοὺς πολεμίους Plut. — совершив натиск, они изгоняют неприятелей