Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ναιω
ναίω
I.
(aor. ἔνασσα; pass.: aor. ἐνάσθην, pf. νένασμαι; эп. inf. ναιέμεν)
; 1) жить, проживать, обитать
ex. (κατὰ πτόλιν, ἐν πόλει, περὴ ὄρος, παρὰ ποταμόν, Φρυγίῃ Hom.; πρὸς Ἡλίου πηγαῖς Aesch.; ἐπὴ ξένῳ χθονί Eur.)
; 2) населять
ex. (Τροίην Hom.; πόλιν Pind.)
; 3) поселять, селить ex. (ἐν Ἄργει τινά Pind.); med.-pass. селиться
ex. (πατέρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη Hom.; νάσσατο ἄγχ΄ Ἑλικῶνος ἐνί κώμῃ Hes.)
; 4) быть расположенным, находиться ex. (αἵ ναίουσι πέρην ἁλός, sc. νῆσοι Hom.; ὁδὸς ἐγγύθι ναίει Hes.): (θεοὴ), ὅσοιπερ πρόπυλα ναίουσιν τάδε Soph. изображения богов, которые находятся в этих пропилеях; ἡ σοὴ δ΄ ὁμοῦ ναίουσα (ὀργή) Soph. обуревающая тебя злоба
; 5) воздвигать, строить
ex. (νηὸν ξεστοῖσιν λάεσσιν HH.)
II.
эп. = νάω