Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καθαρσις
κάθαρσις
-εως (κᾰ) ἡ
; 1) очищение
ex. (αἱ τῆς ψυχῆς καθάρσεις Plat.)
κ. ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων (sc. ἐστίν) Plat. — очищение есть отделение худшего от лучшего
; 2) культ. обряд очищения
ex. (ἔστι παραπλησίη ἡ κ. τοῖσι Λυδοῖσι καὴ τοῖσι Ἕλλησι Her.; ἡ σωτηρία διὰ τῆς καθάρσεως Arst.)
; 3) «катарсис», очищение, возвышение
ex. (τῶν παθημάτων, ἰατρεία καὴ κ., sc. τῆς ψυχῆς Arst.)
; 4) физиол. очищение, выделение
ex. (τῶν περιττωμάτων, καταμηνίων Arst.)
; 5) мед. (гнойное) выделение
ex. (φλεγματώδης Arst.)
; 6) мед. очищение, оздоровление
ex. (διὰ φαρμάκων Arst.)