Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καπηλος
κάπηλος
I.
(ᾰ) ὁ
; 1) мелкий торговец, лавочник, торговец в разнос
ex. (κάπηλοι καὴ χειρώνακτες καὴ ἀγοραῖοι Her.; πρίασθαί τι παρὰ τοῦ καπήλου καὴ ἐμπόρου Plat.)
; 2) трактирщик, кабатчик Arph., Lys., Luc.
; 3) торгаш, плут, мошенник Her., Dem.
II.
adj.=2 2
торгашеский, плутовской, мошеннический
ex. (τεχνήματα Aesch.)