Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δοκιμαστης
δοκιμαστής
δοκῐμαστής
-οῦ ὁ
; 1) высказывающийся одобрительно, выступающий в защиту
ex. (τῶν πεπραγμένων Dem.)
; 2) оценщик, эксперт, судья
ex. (δοκιμαστήν τινά τινος ἱκανὸν εἶναι νομίζειν Aeschin.)
δοκιμαστὰς ποιεῖσθαι μέ νεωτέρους πεντήκοντα ἐτῶν Plat. — в судьи назначить людей не моложе пятидесяти лет
; 3) пробирщик
ex. (εἰ τάργύριον καλόν ἐστι δ. ἴδῃ Men.)