Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καθεδρα
καθέδρα
καθ-έδρα
ἡ
; 1) сиденье, стул или скамья
ex. (ἡ κλίνη τῆς καθέδρας ἀμείνων Plut.; καθέδραι τῶν πωλούντων NT.)
αἱ ἐπὴ τῶν πλοίων καθέδραι Polyb. — корабельные скамьи (для гребцов)
; 2) логовище, нора
ex. (τοῦ λαγώ Xen.)
; 3) сидение, сидячее положение
ex. (ἡ ἀνάκλισις καὴ ἡ στάσις καὴ ἡ κ. Arst.)
; 4) сидение без дела, бездействие
ex. (κ. καὴ σχολή Plut.; ἐν τῇ καθέδρᾳ Thuc.)