Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καθειργνυμι
καθείργνυμι
κᾰθ-είργνῡμι
ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)
; 1) запирать, заключать
ex. (τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς λοφεῖον Arph.; εἰς τὸν περίβολον Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τέν σκηνήν τινα Plut.)
κ. τινὰ ἐς μέσα τὰ φρύγανα Her. — обложить кого-л. хворостом (для сожжения);
οἱ ἐπὴ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. — осужденные на смерть узники;
κ. ἑαυτὸν εἰς τέν κακίαν Plut. — целиком предаться пороку
; 2) вводить в надлежащие рамки, ограничивать
ex. (τέν μακρολογίαν Plat.)