Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξηραινω
ξηραίνω
(aor. ἐξήρᾱνα - ион. ἐξήρηνα; pass.: fut. ξηρανθήσομαι, aor. ἐξηράνθην, pf. ἐξήρασμαι - поздн. ἐξήραμμαι)
; 1) сушить, высушивать ex. (τέν διώρυχα Thuc.); pass. сохнуть, засыхать
ex. (πᾶν δ΄ ἐξηράνθη πεδίον Hom.; ἡ συκῆ ἐξηράνθη NT.)
ἐξηραμμένην ἔχων τέν χεῖρα NT. — сухорукий
; 2) pass. чахнуть, изнемогать NT.