Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
γαλα
γάλα
γάλακτος (γᾰ) τό
; 1) молоко Hom., Pind., Arst., Theocr., Plut.
ex. ἐν γάλακτι (ἐν γάλαξι) εἶναι Eur. или τρέφεσθαι Plat. — (о грудных младенцах и детенышах) питаться молоком;
ὀρνίθων γάλα погов. Arph., Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое лакомство;
Ἀφροδίτης γάλα Arph. = οἶνος
; 2) млечно-белый сок
ex. (τῶν φυτῶν Arst.)
; 3) Arst. = γαλαξίας