Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυνεπαινεω
ξυνεπαινέω
συν-επαινέω
; 1) вместе (с другими) хвалить, совместно одобрять
ex. (τινα Plat.; συνεπῄνουν ταῦτα οἱ στρατηγοί Xen.)
; 2) считать необходимым
ex. (μάχεσθαι Thuc.)
ὥσπερ τε πόλις καὴ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ Aesch. — как считают нужным город и (сама) справедливость