Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αστραγαλος
ἀστράγαλος
ἀστράγᾰλος
(ρᾰ) ὁ
; 1) позвонок, преимущ. шейный
ex. (ἐκ δ΄ ἐάγη αὐχέν ἀστραγάλων Hom. и ἀστράγαλον Anth.)
; 2) лодыжка
ex. (ὁ ἀ. ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρτρων Her.)
; 3) (у копытных) бабка (sc. τοῦ ἵππου Xen.; τὰ διχηλὰ ἔχει ἀστράγαλον Arst.)
ex. ἡ ἐκ τῶν ἀστραγάλων μάστιξ Luc. — бич с вплетенными в него бабками
; 4) pl. игральные кости, игра в бабки Hom., Her., Arph., Plat., Aeschin., Arst., Plut.