Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ραινω
ῥαίνω
ῥαίνω (fut. ῥᾰνῶ и ῥᾱνῶ aor. 1 ἔρρᾱνα - ион. ἔρρηνα, эп. ἔρρασσα, impf. ἔρραινον; pass.: impf. ἐρραινόμην - эп. ῥαινόμην, pf. ἔρρασμαι - эп. 3 л. pl. ἐρράδαται, aor. ἐρράνθην; imper. aor. 2 pl. ῥάσσατε)
; 1) окроплять, обрызгивать (πύργους αἵματι Hom.; πεδίον φόνῳ Pind.);
; 2) брызгать (τι ἐς τὰ βλέφαρά τινος Arph.);
; 3) разбрызгивать (ἐγκέφαλον πεδόσε Eur.):
λεπταῖς ῥανίσιν ῥ. Arst. разбрызгивать мелкими каплями;
; 4) осыпать, покрывать (ῥαίνεσθαι κονίῃ Hom.):
ῥ. τι εὐλογίαις Pind. осыпать что-л. похвалами.