Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκυμων
ἐγκύμων
ἐγ-κύμων
adj.=2 2 , gen. ονος (ῡ)
; 1) беременная
ex. (ἐ. ὑπό τινος γενομένη κόρα Arst.; κύνες Xen.; βοῦς Plut.; перен. οὐ κενός, ἀλλ΄ ἐ. Plat.)
; 2) плодоносный
ex. (γῆ Plat.)
; 3) чреватый, переполненный
ex. (βίβλος κρατερῶν καμάτων Anth.)
ἐ. ἵππος τευχέων Eur. — наполненный доспехами конь, т.е. наполненный вооруженными ахейцами троянский конь