Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δασυς
δασύς
δᾰσύς
δᾰσεῖα (ион. δᾰσέη и δᾰσέα), δᾰσύ
; 1) густо обросший, волосатый
ex. (μασχάλαι Arph.; κεφαλή, σιαγόνες Arst.)
; 2) мохнатый, косматый, пушистый
ex. (δέρμα αἰγός Hom.; χειρίδες, γέρρα βοῶν Xen.; ἱμάτιον Diog.L.)
; 3) ветвистый, густолиственный
ex. (ῥῶπες Hom.)
; 4) густой, пышный
ex. (θρῖδαξ Her.; στέφανος Plat.)
; 5) густо поросший
ex. (γῆ ὕλῃ Her.; ποταμὸς δ. δένδρεσι, но παράδεισος δ. δένδρων Xen.; ὕλαις ὁδός Plut.)
πολλὰ δασέα ὄντα ἐλαίαις Lys. — много масличных рощ
; 6) лесистый
ex. (χωρίον Thuc.)
; 7) густой, плотный
ex. (νεφέλαι Diod.)
; 8) грам. густой, аспирированный
ex. (φωναί Arst.)
πνεῦμα δασύ Sext. — густое придыхание