Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ους
οὖς
οὖς, ὠτός, эп.-ион. οὖας, οὔατος, дор. ὦς τό (gen. dual. ὤτοιν; pl.: ὦτα, gen. ὤτων, dat. ὠσί - эп. οὔασι)
; 1) ухо Hom.:
ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα Her. насторожить уши;
φθόγγος βάλλει δι᾽ ὤτων Soph. слух доходит до ушей;
δι᾽ ὠτὸς ἐννέπειν πρός τινα Soph. сказать кому-л. на ухо;
ὦτα ἔχειν Plut. (внимательно) слушать;
εἰς τὸ οὖς ἀκούειν NT лично слышать;
ὦτα βασιλέως Xen., Plut. царевы уши, т. е. подслушиватели, шпионы;
; 2) ушко, ручка (οὔατα, sc. τῶν τριπόδων Hom.; τὰ ὦτα τοῦ ἀμφορέως Plut.);
; 3) οὖς Ἀφροδίτης Arst. Венерино ушко (Sigaretus haliotoides, моллюск из класса брюхоногих).