Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παγκρατιαστικος
παγκρᾰτιαστικός
I
παγ-κρᾰτιαστικός adj=3 3 относящийся к всеборью (τέχνη Plat.).
II
παγκρᾰτιαστικός ὁпанкратиаст (ὁ δυνάμενος θλίβειν καὶ κατέχειν παλαιστικός (sc. ἐστιν), ὁ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - πυκτικός, ὁ δ᾽ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.).