Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ογκωδης
ὀγκώδης
ὀγκ-ώδης
adj.=2 2
; 1) набухший, раздутый
ex. (πλευρά Xen.; μέρος τοῦ οἰσοφάγου Arst.)
; 2) крупный, полный или толстый
ex. (ὀ. καὴ πολύτροφος Plut.)
; 3) надутый, кичливый, чванный
ex. (ὀ. καὴ ἐπαχθής Plat.)
; 4) полный достоинства, величавый
ex. (τὸ μέτρον Arst.)