Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δαιμονιον
δαιμόνιον
τό
; 1) божество (преимущ. низшего порядка)
ex. — демон, гений, дух (πᾶν τὸ δ. μεταζύ ἐστι θεοῦ τε καὴ θνητοῦ Plat.; τὸ δ. θεὸς ἢ θεοῦ ἔργον Arst.; μή τι δ. τὰ πράγματα ἐλαύνῃ Dem.):
τὸ δ. ἑαυτῷ σημαίνειν Xen. — (Сократ утверждал), что руководит им (некое) божество
; 2) божественное начало, бог
ex. (τιμᾶν τὸ δ. ἀεί Isocr.)
; 3) злой дух, бес
ex. (δαιμονίοις θύειν καὴ οὐ θεῷ NT.)