Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαλεκτος
διάλεκτος
ἡ
; 1) речь
ex. δ. ἡ τῆς φωνῆς τῇ γλώττῃ διάρθρωσις (sc. ἐστί) Arst. — речь есть расчленение голоса посредством языка
; 2) произношение
ex. (διὰ τῶν ῥινῶν Arst.)
; 3) разговор, беседа
ex. (πρὸς ἀλλήλους Plat.)
; 4) (тж. ὁ τρόπος τῆς διαλέκτου Arst.) речевая манера, стиль
ex. (τὸ ἐμὸν βάδισμα ἢ δ. Dem.)
; 5) (национальный или племенной) язык
ex. (τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί Arst.; εἰδέναι τὰς ἑκάστων διαλέκτους Polyb.; τῶν Ἑλλήνων δ. Diod.)
; 6) говор, наречие, диалект
ex. (διάλεκτοι Δωρίδες καὴ Ἀτθίδες Sext.)
; 7) областное слово или выражение
ex. Γαυγάμελα σημαίνειν δέ, φασιν, οἶκον καμήλου τέν διάλεκτον Plut. — говорят, что на местном (т.е. персидском) наречии «Гавгамелы» означает «дом верблюда»