Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μητηρ
μήτηρ
дор. μάτηρ (ᾱ), gen. μητρός, дор. ματρός, поэт. μητέρος ἡ (dat. μητρί - эп. μητέρι, acc. μητέρα, voc. μῆτερ; pl.: μητέρες, μητέρων, μητράσι(ν), μητέρας)
; 1) мать
ex. ἡ μ. μεγάλη Pind. или σεμνή Soph. — великая или почтенная мать, т.е. Рея или Кибела;
ἡ Μ. Her. = Δημήτηρ
; 2) перен. мать, родительница ex. (γῆ μ. Aesch.; γῆ πάντων μ. Hes.); родина
ex. (ἡ Σκῦρος, ἀλκίμων ἀνδρῶν μ. ἔφυ Soph.)
; 3) перен. источник, причина
ex. (τῆς εὐπραξίας Aesch.; κακῶν Soph.; αἰσχύνας ἐμᾶς Soph.)