Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κρας
{*}κράς
τό (только gen. κρᾱτός и κράᾰτος, dat. κρᾱτί и κράᾰτι, acc. κρᾶτα; pl.: gen. κράτων с ᾱ, dat. κρᾱσίν - эп. κράτεσφι с ᾱ, acc. κρᾶτας)
; 1) n и f голова
ex. (ἀπὸ κρατὸς κυνέην θεῖναι Hom.; ἀποκοπὰ κρατός Aesch.; ἐς τὸ κείνου κρᾶτα ἐνήλατο ἡ τύχη Soph.; τέκνα ὁρῶ κρᾶτας ἐξεστεμμένα Eur.)
; 2) вершина
ex. (Οὐλύμποιο Hom.)
; 3) внутренний угол, т.е. глубина
ex. (ἐπὴ κρατὸς λιμένος Hom.). - см. тж. κρᾶτα