Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θαμβος
θάμβος
-εος (эп. gen. θάμβευς) τό
; 1) изумление
ex. θ. ἔχεν τινά Hom. или ἐγένετο θ. ἐπί τινα NT. — изумление охватило кого-л.;
τόλμης θ. Thuc. — поразительная отвага
; 2) тж. pl. страх, потрясение, ужас
ex. (θάμβει ἐκπτήσσειν τινὰ οἴκων Eur.)
θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. — пораженные ужасом;
ὑπ΄ αἰσχύνης τε καὴ θάμβους Plat. — от стыда и ужаса