Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ιαομαι
ἰάομαι
(ῑ, ῐ у Eur. Θιππ. 597; fut. ἰάσομαι с ᾱσ - ион. ἰήσομαι, aor. ἰᾱσάμην - ион. ἰησάμην, pf. ἴᾱμαι; pass.: aor. ἰάθην, fut. ἰᾱθήσομαι, pf. ἴᾱμαι)
; 1) лечить
ex. (τινα βεβλημένον Hom.; νόσους Pind.; ἕλκεα Her.; τοὺς κάμνοντας Plat.; τὸ σῶμα Soph.; Μούσαις τὸν ἔρωτα Plut.)
; 2) исцелять, оздоровлять ex. (τέν φύσιν ἀνθρωπίνην Plat.; τινα ἀπὸ τῆς μάστιγος NT.); pass. выздоравливать
ex. (βραδέως ἰαθῆναι Arst.)
; 3) исправлять, искупать, возмещать, заглаживать
ex. (τὸ βλαβέν Plat.; δύσγνοιαν, ἀδικίαν Eur.; σφαγὰς καὴ ἀνομίας Isocr.)
μέ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ погов. Her., Thuc. — не исправляй беду бедою, т.е. не ухудшай того, что и так плохо