Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ν
/
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
99
100
νηοσόος
νηοῦχος
νηοφθόρος
νηοφορος
несущий корабли
νηοχος
управляющий кораблем
νηπαθής
νήπαυστος
νηπεδανός
νηπεκτής
νήπεκτος
νηπελέω
νηπενθεως
без скорби, не горюя
νηπενθης
утоляющий страдания, унимающий боль
νηπευθής
νηπιαα
νηπιάας
νηπιαζω
быть как дети, уподобляться младенцам
νηπιαχευω
по-детски играть, резвиться как ребенок
νηπιαχος
малолетний, неразумный
νηπιάχω
νηπιαχώδης