Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικουφιζω
ἐπικουφίζω
ἐπι-κουφίζω
(fut. ἐπικουφίσω - атт. ἐπικουφιῶ)
; 1) делать легче, облегчать
ex. (νῆα Her.; τοὺς πόνους τινί Xen.; τὰς συμφοράς Dem.; μόχθου Eur.; τοῦ φορτίου Plut.)
; 2) поднимать
ex. (πατρὸς πλευράς = σῶμα Soph.)
ἐ. τέν γῆν Xen. — вскапывать землю (при окучивании)
; 3) возбуждать, ободрять, воодушевлять
ex. (τινὰ ταῖς ἐλπίσιν Xen.)