Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνεκπληροω
συνεκπληρόω
συν-εκπληρόω
; 1) восполнять
ex. (τινι τὸ ἐλλιπές τινος Polyb.)
; 2) содействовать выполнению, помогать завершить
ex. (τὰς ἐπιβολὰς τῇ διανοίᾳ Polyb.)
; 3) исполнять
ex. (τὰς ὁρμάς τινος Polyb.)