Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θυρις
θυρίς
θῠρίς
-ίδος ἡ <demin. к θύρα>
; 1) дверца
ex. θυρίδας ἔχειν Plat. — быть снабженным дверцами
; 2) окно, окошко
ex. (ἐκ θυρίδος παρακύπτειν Arph. или αἴρεσθαι ὑπὲρ θυρίδος Plut.; καθεζόμενος ἐπὴ τῆς θυρίδος NT.)
; 3) бойница Diod.
; 4) (в сотах) отверстие ячейки
ex. (αἱ θυρίδες ἀμφίστομοι τῶν σχαδόνων Arst.)
; 5) (в сотах) ячейка
ex. (γίνονται σκώληκες ἐν θυρίσι Arst.)
; 6) створка раковины
ex. (τῶν κτενῶν Arst.)