Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εναριθμος
ἐνάριθμος
ἐν-άριθμος
adj.=2 2
; 1) относящийся к числу (кого-л.)
ex. (τῶν πολλῶν ὄντων Plat.; τοῖς πολυμαθεστάτοις συγγραφεῦσι Plut.)
; 2) принимаемый во внимание
ex. (οὐκ ἐλλόγιμος οὐδ΄ ἐ. Plat.; ψῆφός τινος Plut.)
; 3) филос. входящий в состав другого числа
ex. (ἀριθμοὴ ἐνάριθμοι Arst.)