Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατονομαι
κατόνομαι
κατ-όνομαι
(ион. impf. κατονόμην) презирать
ex. (τινα Her.)
μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας Her. — не ставь меня ниже каменных пирамид (надпись на кирпичной пирамиде царя Асиха)