Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ακαμας
ἀκάμας
ἀ-κάμᾱς
-αντος (κᾰ)
adj.
неутомимый, неугомонный
ex. (Σπερχειός, ἠέλιος
Hom.
; ἵπποι, πόντος
Pind.
; Νότος, Βορέας
Soph.
; χρόνος
Eur.
; πόνοι
Arst.
)