Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευκαιρια
εὐκαιρία
ἡ
; 1) удобный случай, надлежащий момент, подходящее время
ex. (τῶν λόγων τέν εὐκαιρίαν καὴ ἀκαισίαν διαγιγνώσκειν Plat.)
; 2) благоприятное положение
ex. (τῶν πόλεων Polyb.)
; 3) благосостояние, богатство, довольство
ex. (κεκολακευκέναι εὐκαιρίαν τινός Polyb.)
κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας Polyb. — в зависимости от имущественного положения
; 4) влияние, сила
ex. (μεγάλην εὐκαιρίαν ἔχειν παρά τινι Polyb.)
; 5) обилие
ex. (ὑδάτων Diod.)