Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρατασσω
παρατάσσω
παρατάσσω, атт. παρατάττω (ион. 3 л. pl. ppf. παρατετάχατο)
; 1) располагать, размещать (τοὺς φρουροὺς φυλάττειν τὸ τεῖχος Thuc.);
; 2) выстраивать в боевом порядке (τὸ στράτευμα Xen.; τὴν στρατιὰν πρὸς τὸ τεῖχος Thuc.);
med.-pass. быть выстроенным в боевом порядке (τινι Isocr. и πρός τινα Isocr., Polyb.):
οἱ παρατεταγμένοι Thuc. выстроившиеся друг против друга (для боя);
; 3) сопоставлять, сравнивать (τινά τινι Isocr.);
; 4) med.-pass. готовиться (παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι Plat.).