Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αχωριστος
ἀχώριστος
ἀ-χώριστος
adj.=2 2
; 1) не разделенный
ex. (οὐκ ἀχώριστά γε δύο, ἀλλ΄ ἕν Plat.)
; 2) не(раз)делимый
ex. (τόπῳ ἢ διανοίᾳ Arst.)
; 3) неотделимый
ex. (τῶν Ἐπικούρου δογμάτων Plut.)
; 4) оставшийся без места
ex. (ἐν παλαίσματι συγγυμναστής Xen.)