Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βριθω
βρίθω
(ῑ)
; 1) тж. med. быть тяжелым
ex. (βριθόμενοι ἄξονες Aesch.; ἔρις βεβριθυῖα Hom.)
; 2) быть нагруженным
ex. (ναῦς βεβρίθει σάκεσσι καὴ ἔγχεσι Hom.; τροπαίοις βεβριθώς Plut.)
; 3) быть обремененным, отягощенным
ex. (σταφυλῇσι βρίθουσα ἀλωή Hom.)
τράπεζαι σίτου ἡδ΄ οἴνου βεβρίθασιν Hom. — столы уставлены хлебом и вином;
εὔχεσθαι β. Δημήτερος ἀκτήν Hes. — молиться, чтобы цвела урожаем земля Деметры, т.е. пашня;
ὑπὸ λαίλαπι βέβριθε χθών Hom. — на земле бушует буря
; 4) быть одаренным, изобиловать
ex. (χειρὴ ἢ πλούτου βάθει Soph.). εὐδοξίᾳ β. Pind. быть славным
; 5) склоняться, гнуться, валиться
ex. (βρίθει ὁ τῆς κακῆς ἵππος μετέχων Plat.; ἐπὴ θάτερον μέρος Arst., κάτω Anth.)
ἐνταῦθα τῆς γῆς ἔβρισε (ὁ λίθος) Plut. — в это место упал камень
; 6) наваливаться, напирать
ex. (τῇδε Hom.; οἱ ἱππεῖς ἐπὴ τὸ ἀριστερὸν ἔβρισαν Plut.)
; 7) получать или иметь перевес, одолевать
ex. (ὧδε ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί Hom.)
ἐέδνοισι βρίσας Hom. — поднеся более богатые подарки
; 8) нагружать, отягощать
ex. (μήκων καρπῷ βριθομένη Hom.; πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.)
τάλαντα βρῖσαί τινι Aesch. — положить что-л. на чашки весов
; 9) одарять
ex. (τινὰ πλούτῳ Pind.; βλάσταις τέκνων βριθομένα Νιόβη Plut.; παρθενίων βριθομένη χαρίτων Anth.)