Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακρημνιζω
κατακρημνίζω
κατα-κρημνίζω
; 1) сбрасывать, сталкивать
ex. (ἐκ τῶν τριήρων Xen.; ἀπὸ τῶν ἵππων Polyb.)
; 2) сталкивать со скалы, сбрасывать в пропасть
ex. (τινά Dem., Plut., NT.)
τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα Xen. — сорвавшиеся в пропасть быки