Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαδεικνυμι
διαδείκνυμι
δια-δείκνῡμι
показывать воочию, обнаруживать
ex. (τέν Ἑλληνικέν ἀλκέν ἀπρόσμαχον οὖσαν Plut.)
διαδεξάτω ὑμέων τις κηδόμενος Her. — пусть каждый из вас покажет свое усердие;
διαδεικνύσθω ἐὼν πολέμιος Her. — пусть объявят его врагом;
διέδεξε ἐστὴ τοῦτο ἄριστον Her. — это оказалось наилучшим